αναπόσπαστος

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπόσπαστος, -ον) ἀποσπῶ
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποσπάσει, να τον αποχωρίσει από κάτι άλλο, αδιάσπαστος, αχώριστος, αδιάρρηκτος
νεοελλ.
απαραίτητος.