ἀναφροδισία
English (LSJ)
ἡ,
A want of power to inspire love, lack of charm, Philostr.VA8.7, Jul.Mis.367b. II insensibility to love, Gell. 19.9.9.
German (Pape)
[Seite 214] ἡ, Mangel an Liebreiz; das Nichtverliebtsein, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναφροδῑσία: ἡ, ἔλλειψις ἐρωτικῆς χάριτος, Φιλόστρ. 335, Ἰουλιαν. Μισοπώγ. 367Β. ΙΙ. ἀναισθησία πρὸς ἔρωτα, ἔλλειψις ἐρεθιστικότητος ἐρωτικῆς, Α. Γέλλιος 19. 9.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 incapacidad para inspirar amor, falta de atractivo amoroso Philostr.VA 8.7.6, Iul.Mis.367b.
2 insensibilidad al amor Gell.19.9.9.
Greek Monolingual
η (Α ἀναφροδισία) αναφρόδιτος
έλλειψη γενετήσιας ορμής, η ψυχρότητα στη σεξουαλική πράξη.