-ή, -ό (AM ἀνατολικός, -ή, -όν) ανατολήαυτός που ανήκει στην Ανατολήνεοελλ.1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψη προς την Ανατολή.