ἀνελεημοσύνη

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 221] ἡ, Unbarmherzigkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνελεημοσύνη: ἡ, τὸ εἶναί τινα ἀνελεήμονα, Ἀθανάσ., τόμ. 2, σ. 296, 300, Ἰω. Χρυσ. Ὁμ. 2 εἰς Ματθ. σ. 134.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
crueldad ἡ ἀ. οἰκήτορας τῆς γεέννης ἐποίησεν ὑμᾶς Eus.Alex.Serm.M.86.429C.

Greek Monolingual

η (AM ἀνελεημοσύνη)
το να μην είναι κάποιος ελεήμονας, ασπλαχνιά, ανοικτιρμοσύνη.