ανοικτιρμοσύνη
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
Greek Monolingual
η
απονιά, έλλειψη ευσπλαχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανοικτίρμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].