ἀνεμώδης, -ες (AM)(για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοιαρχ.1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους3. εκείνος που προμηνύει άνεμο.