ἀνθεμουργός

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

όν,

   A working in flowers, ἡ ἀ., i.e. the bee, A.Pers.612.

German (Pape)

[Seite 231] ἡ, Blumen verarbeitend, Aesch. Pers. 604, die Biene, die aus Blumen ihren Honig bereitet.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεμουργός: -όν, (*ἔργω) ἐπίθετον τῆς μελίσσης, ἥτις ἐκ τοῦ ὀποῦ τῶν ἀνθέων ἀπεργάζεται τὸ μέλι, τῆς τ’ ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι Αἰσχύλ. Πέρσ. 612.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui exploite les fleurs (abeille).
Étymologie: ἄνθεμον, ἔργον.

Spanish (DGE)

-όν
que trabaja en las flores e.d. la abeja τῆς τ' ἀνθεμουργοῦ στάγμα A.Pers.612.

Greek Monolingual

ἀνθεμουργός, -όν (Α)
επίθ. της μέλισσας, επειδή εργάζεται το μέλι απ' τον χυμό των λουλουδιών.