ές, (ἄκος) = foreg., S.Fr.49.
ἀνηκής: -ές, (ἄκος) = τῷ προηγ., Σοφ. Ἀποσπ. 44, πρβλ. Elendt. ἐν λέξει.
-ές incurable S.Fr.49.
ἀνηκής, -ές (Α)ο ανήκεστος.