ἄκος

From LSJ

Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them

Sophocles, Antigone, 495-496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓́κος Medium diacritics: ἄκος Low diacritics: άκος Capitals: ΑΚΟΣ
Transliteration A: ákos Transliteration B: akos Transliteration C: akos Beta Code: a)/kos

English (LSJ)

εος, τό, (ἀκέομαι)
A cure, remedy, c. gen. rei, κακῶν Od.22.481, etc.; νυμφικῶν ἑδωλίων A.Ch.71; κύβους . . τερπνὸν ἀργίας ἄ. S.Fr. 479.4; κακὸν κακῷ διδοὺς ἄ. Id.Aj.363: abs., ἄ. εὑρεῖν Il.9.250; δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, Hdt.1.94, 4.187, A.Supp.367, E.Ba. 327; ἄκη ποιεῖσθαι, c. dat., Pl.Lg.910a: in medical sense, Hp.Acut.1; by a medical metaph., ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, A.Ag.17, E.Andr.121; ἄ. τομαῖον A.Ch.539: ἄκος [ἔστι], c. inf., ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι = it boots not to... Id.Pr.43.
2 means of obtaining a thing, c. gen., σωτηρίας E.Hel.1055.

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 remedio, solución, alivio como obj. de los verbos εὑρεῖν Il.9.250, ἐξευρεῖν Hdt.4.187, δίζησθαι Hdt.1.94, λαβεῖν E.Ba.327, ἐκπονεῖν A.Supp.367, ἄκος τινι ποιεῖσθαι poner remedio a algo Pl.Lg.910a
esp. como ac. int. en la locución ἄ. τέμνειν, ἐντέμνειν (fig. sobre el corte de hierbas medicinales) procurar un remedio A.A.17, E.Andr.121, de ahí ἄκος τομαῖον A.Ch.539
c. gen. ἄ. κακῶν Od.22.481, cf. A.Pers.631, E.Alc.135, πόνων E.Andr.121, θανάτοιο h.Ap.193, πλαγᾶν Pi.N.3.18, c. inf. ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι A.Pr.43
fig. del alma, Heraclit.B 68
en sent. médico remedio ref. tanto a dieta como a medicamentos, Hp.Acut.2, cf. Hum.1.
2 medio c. gen. σωτηρίας E.Hel.1055, ἄκη σωτήρια Ph.1.628.
• Diccionario Micénico: a-ke-a2 (??).
• Etimología: De *i̯eH2k-/*iH2k-, cf. airl. hīccsalud’, galés īach.

German (Pape)

[Seite 78] τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 οἶσε θέειον, κακῶν ἄκος, Iliad. 9, 250 οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; ἄκος τοῦ μὴ γίγνεσθαι ἢ τοῦ γίγνεσθαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; ἄκος δοῦναι πόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a ἄκος ποιεῖσθαι.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
remède ; κακῶν OD contre des maux ; ἄκος οὐδέν avec un inf. ESCHL il ne sert de rien de, litt. cela ne remédie à rien de.
Étymologie: apparenté avec ἦκα et ἀκέω, ἀκέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἄκος: εος τό способ устранения (κακῶν Hom.); средство для достижения (σωτηρίας Eur.): ἄ. οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι Aesch. бесполезно сетовать о нем; ἄκεα διζησθαι Her. изыскивать способы; ἄ. τινὸς ἐκτέμνειν Aesch. или τέμνειν Eur. приготовлять лекарство против чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκος: -εος, τό, (ἀκέομαι) = θεραπεία, ἴασις, ἀνακούφισις, καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν ἀργίας ἄκος, Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς ἄκος, ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. ἄκος εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ σημασία, Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - ἄκος [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς εἶναι νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) μέσον δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055.

English (Slater)

ᾰκος remedy met. καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.18) εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος i. e. wine (Pae. 4.26)

Greek Monolingual

ἄκος (-ως), το (Α)
1. θεραπευτικό μέσον, γιατρικό
2. μέσο ψυχικής ανακούφισης και παρηγοριάς, καταφυγή
3. μέσο για τήν επίτευξη κάποιου σκοπού
4. απρόσ. «ἄκος ἐστὶ μοι», μέ ωφελεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. συνδέεται πιθ. με τύπους, όπως αρχ. ιρλ. hῖcc «θεραπεία», που ανάγονται σε ΙΕ yēk- / yək- «θεραπεύω». Στη ρίζα αυτή οδηγούν και οι δασυνόμενοι διαλεκτικοί τ. ἀφακεῖσθαι και ἐφακεῖσθαι του παραγώγου ρ. ἀκοῦμαι. Οι τ. ἄκος, ἀκοῦμαι κ.τ.ό. πρέπει να είναι ιωνικοί με ψίλωση, αφού μάλιστα απαντούν σπάνια στον αττικό λόγο.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκέομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκεσφόρος, ἀνακής, ἀνηκής, εὐήκης, πανακής.

Greek Monotonic

ἄκος: -εος, τό (ἀκέομαι),
1. γιατρειά, θεραπεία, ίαση, περίθαλψη, ανακούφιση για κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· απόλ., ἄκος εὑρεῖν, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κατά ιατρική φρασ., ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, πρβλ. ἐντέμνω II.
2. μέσο με το οποίο αποκτάται κάτι, με γεν., σε Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: cure, remedy (Il.).
Dialectal forms: Myc. aketirijai /akestriai/ (not *akestriai, agetriai). aketere, jaketere /jakesteres/?
Compounds: ἀφ-, ἐφ-ακέομαι
Derivatives: Denomin. verb ἀκέομαι cure; repair (Il.). ἀκέσματα remedy (Il.); ἄκεσις healing (Hdt.); ἀκέστωρ epithet of Apollon (E.). Also ἀκή healing (Hp.), prob. from ἀκέομαι. νήκεστος Hes. (beside ἀνά/ήκεστος) seems from *n-h₂k-, but may be analogical. PN Ἐξηκίας (Attica; Pailler, Lettre de Pallas 4, 1996, 8).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Et. unknown. Connection with OIr. hícc healing has been suggested, but its relation to MW iach healthy is uncertain (Schrijver 1991 [StudBrPhon]103). DELG's *iek-/iǝk- is impossible: eh₁/h₁ would give *εκ-. The compounds with ἀφ- etc. seem to point to original aspiration. An original *ih₂k- seems possible. Improbable Pisani Sprache 12, 1966, 91f. (to Skt. yáśas- n. fame, Arm. asem say). Hitt. saktaizzi cure a sick seems impossible, because the s- does not disappear.

Middle Liddell

1. a cure, relief, remedy for a thing, c. gen., Od., etc.:—absol., ἄκος εὑρεῖν Il., Soph.; ἐξευρεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Hdt., etc.:—by a medical metaph., ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, cf. ἐντέμνω II.
2. a means of obtaining a thing, c. gen., Eur.

Frisk Etymology German

ἄκος: {ákos}
Grammar: n.
Meaning: Heilung, Heilmittel (ep. ion. seit Il., vorw. poetisch).
Derivative: Denominatives Verb ἀκέομαι heilen, ausbessern (ion. att.). Von ἀκέομαι stammen mehrere Nomina actionis und agentis (zu den letztgenannten s. Fraenkel Nom. ag. 2, 13ff.): 1. ἀκέσματα Heilmittel (Il., Pi., A., Inschr., vgl. Chantraine Formation 183) und ἀκεσμός Heilung (Kall.) mit ἀκέσμιον· ἰάσιμον H. 2. ἄκεσις Heilung (Hdt., Inschr., vgl. Holt, Les noms d'action en -σις 111) mit ἀκέσιμος heilend (Plu.) und ἀκέσιος Beiname des Apollon (Paus.), außerdem ἀκεσίας· ἰατρός Phot. — 3. ἀκέστωρ Beiname des Apollon (E. Andr. 900), fem. ἀκεστορίς (Hp. Flat. 1, ἅπ., vgl. Lejeune Rev. de phil. 76, 12); Nominalabstraktum ἀκεστορία Heilkunde (A. R. u. a.). 4. ἀκεστήρ sänftigend (χαλινός S. OC 714 lyr.) mit ἀκεστήριος heilend (App.) und ἀκεστήριον Schneiderwerkstatt (Lib.); außerdem Ἀκεστηρίδης EN (Styra). Mit den Nomina auf -τωρ, -τηρ stehen in Verbindung die Feminina ἀκεστρίς Hebamme (Hp.) und ἀκέστρια Schneiderin (Antiph., Luk.). 5. ἀκεστής m. Flicker, Schneider (X., Lyk. usw.), fem. ἀκεστίδες Eisenbarren in Schmelzöfen (Dsk. 5, 74). Nomina instrumenti: 6. ἀκέστρα f. Stopfnadel (Luk., Pap.), aber 7. ἄκεστρον n. Heilmittel (S.), vgl. Chantraine Formation 333. Hinzu kommen die Adjektiva: ἀκεστός der Heilung fähig, heilbar (Ν 115, Hp., Antipho), ursprünglich von ἄκος gebildet, aber verbal umgedeutet und auf ἀκέομαι bezogen; ἀκεστικός: ἀκεστικὴ τέχνη ‘Flick-, Schneiderkunst’ (Demokr., Pl. u. a.). Neben ἄκος steht das seltene ἀκή Heilung (Hp. Mochl. 21), das wahrscheinlich ein Postverbale von ἀκέομαι ist (Schwyzer 460). Von ἀκή vielleicht *ἄκιμος Cic. Att. 10, 12a, 4, s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 93, Thomas Stud. zur lat. u. gr. Sprachgeschichte 125ff.
Etymology: Eine überzeugende Etymologie von ἄκος fehlt. Die Zulässigkeit einer Anknüpfung an air. hīcc Heilung, kymr. iach gesund (Fick4 2, 222) hängt zunächst davon ab, ob ir. ī für urkelt. i̯a stehen kann, was unsicher ist, s. die Lit. bei Bq und WP. 1, 195.
Page 1,56

English (Woodhouse)

remedy, cure for, remedy against

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=θεραπεία). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀκέομαι.

Translations

remedy

Arabic: تِرْيَاق‎; Moroccan Arabic: دْوا‎; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר‎; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان‎; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ‎; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde

relief

Arabic: رَاحَة‎, تَخْفِيف‎; Belarusian: палёгка, аблягчэнне; Bulgarian: облекчение; Catalan: consol, alleujament; Chinese Mandarin: 解除, 安心, 救濟/救济; Czech: úleva; Danish: lettelse; Dutch: opluchting; Finnish: helpotus, huojennus; French: soulagement, allégement; Galician: alivio, acougo; German: Erleichterung, Entlastung; Greek: ανακούφιση; Ancient Greek: ἄκημα, ἄκος, ἀνακούφισις, ἀνακούφισμα, ἀνάψυξις, ἀναψυχή, ἀνοχή, ἀπαλλαγή, ἀπολώφησις, ἐπικουφισμός, εὐαρέστησις, κούφισις, κουφότης, λώφημα, παραμυθία, πράϋνσις, συνυπόληψις; Hebrew: הקלה‎; Hungarian: könnyítés, enyhítés, csillapítás; Irish: faoiseamh; Italian: sollievo; Japanese: 安心, 救済; Korean: 제고, 안심; Latin: solacium, aberratio; Maori: whakamāmātanga; Norwegian Bokmål: lettelse, lindring; Nynorsk: lindring; Polish: ulga; Portuguese: alívio; Quechua: allinyay; Romanian: ușurare, alinare; Russian: облегчение; Scottish Gaelic: faochadh; Spanish: alivio, desahogo; Swahili: faraja; Swedish: lättnad, lindring; Telugu: ఉపశమనం; Ukrainian: полегшення; Welsh: gollyngdod, rhyddhad