ἀνιτέον

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

verb. Adj. of ἄνειμι,

   A one must return, ὅθεν ἐξέβημεν D.H. Lys.13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄνειμι, δεῖ ἀνιέναι, πρέπει τις νὰ ἐπανέλθῃ, ἀνιτέον δὲ ὅθεν ἐξέβημεν εἰς ταῦτα Διον. Ἁλ. περὶ Λυσ. 13.

Spanish (DGE)

hay que volver ὅθεν ἐξέβημεν εἰς ταῦτα D.H.Lys.13.

Greek Monolingual

ἀνιτέον (ρημ. επίθ.) (Α) άνειμι
πρέπει να επιστρέψει (κάποιος).