ανοικοκύρευτος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
(για ανθρώπους)
1. ακατάστατος, ατημέλητος
2. αυτός που δεν απέκτησε νοικοκυριό, ο άγαμος, ο εργένης
3. αυτός που δεν διευθύνει με τάξη και σύνεση το σπίτι του
4. (για σπίτια) αφρόντιστος, άτακτος, ακατάστατος.