ανοργάνωτος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο μη οργανωμένος, αυτός που βρίσκεται σε αταξία
2. αυτός που δεν έχει ενταχθεί σε κάποια οργάνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + οργανώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Επαμ. Δεληγιώργη].