-η, -ο1. ο μη οργανωμένος, αυτός που βρίσκεται σε αταξία2. αυτός που δεν έχει ενταχθεί σε κάποια οργάνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + οργανώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Επαμ. Δεληγιώργη].