αταξία

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀταξία) άτακτος
1. έλλειψη τάξης, ακαταστασία
2. έλλειψη πειθαρχίας, αναρχία
3. ανωμαλία, αντικανονικότητα
μσν.- νεοελλ.
1. ηθική παράβαση, παράπτωμα
2. απρέπεια
νεοελλ.
1. ιατρ. «κινητική αταξία» — γενικός ιατρικός όρος για το ασταθές βάδισμα
2. φυσ. τοπική ατέλεια στη δομή των στερεών σωμάτων
αρχ.-μσν.
ταραχή, στάση.