ἀντακαῖος

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ὁ, a sort of

   A sturgeon, Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA14.23.    2 Adj., τάριχος ἀν καῖον Antiph.186.

German (Pape)

[Seite 243] ὁ, eine Störart, Her. 4, 53; τάριχος ἀντακαῖον, Kaviar, Antiphan. Ath. III, 118 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντακαῖος: ὁ, εἶδος μεγάλου ἰχθύος διαιτωμένου κυρίως ἐν ποταμοῖς, ὡς ἐν τῷ Βορισθένει καὶ τῷ Ἴστρῳ, πιθαν. ὁ ὀξύρρυγχος, κοιν. «μουροῦνα», Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 1. 9, Αἰλ. π. Ζ.14. 23. 2) ὡς ἐπίθ., τάριχος ἀντακαῖον, «χαβιάρι», Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 3.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte d’esturgeon, poisson.
Étymologie: DELG prob. emprunt.

Spanish (DGE)

-ον
1 de esturión τάριχος Antiph.186.
2 subst. τὸ ἀ. caviar, PSI 535.35 (III a.C.), PLond.2141.11 (III a.C.). < ἀντακαῖος ἀντακάς· > ἀντακαῖος, -ου, ὁ
esturión Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA 14.23, Hsch.

Greek Monolingual

ἀντακαῑος, ο (Α)
1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας
2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» — το χαβιάρι.