ὀξύρρυγχος
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
ὀξύρρυγχον,
A sharp-snouted: metaph., sharp-pointed, ῥαφίδες Epich.51; ὁ ὀ. χαρακτήρ, name of a style of handwriting, Phlp.in APr.5.9; ὁ ὀ. τύπος Id.in APo.1.13, in de An.227.15.
2 Subst., ὀ., ὁ, a sharp-snouted Egyptian fish, [Hes.] ap.Ath.3.116b, Str.17.2.4, Ael.NA10.46, Ath.7.312b.
German (Pape)
mit spitzer Schnauze; Ath. VII.312a nennt einen Nilfisch ὀξύρυγχος; andere Fische, Epicharm. ibd. 304, 319. Vgl. auch ὀξυόρυγχος.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύρρυγχος: ὁ (sc. ἰχθύς) осетр Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύρρυγχος: -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ ῥύγχος, ἐπίθ. εἴδους ἰχθύων, κοινῶς «μερσίνι» καὶ «ξυρύχι» ἢ «σιρίφι», Αἰλ. π. Ζ. 10. 46, Ἀθήν. 312Α, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σελ. 85 καὶ 88: ― ὁ εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, ῥαφίδες Ἐπιχ. Ἀποσπ. 40 Ahr.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, -ον)
1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος
2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός
3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος
ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών χονδρόστεων ιχθύων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια acipenseridae, παράγουν το μαύρο χαβιάρι και είναι γνωστοί σήμερα ως ακιπήσιοι, μουρούνες, στουριόνια ή ξυρίχια
μσν.-αρχ.
φρ. «οξύρρυγχος χαρακτήρ» — γραφή με πολύ λεπτά γράμματα που γράφεται με αιχμηρή γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ῥύγχος (πρβλ, μακρό-ρρυγχος, πλατύ-ρρυγχος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oxyrhynchous].