ὀξύρρυγχος

From LSJ

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠρρυγχος Medium diacritics: ὀξύρρυγχος Low diacritics: οξύρρυγχος Capitals: ΟΞΥΡΡΥΓΧΟΣ
Transliteration A: oxýrrynchos Transliteration B: oxyrrynchos Transliteration C: oksyrrygchos Beta Code: o)cu/rrugxos

English (LSJ)

ὀξύρρυγχον,
A sharp-snouted: metaph., sharp-pointed, ῥαφίδες Epich.51; ὁ ὀ. χαρακτήρ, name of a style of handwriting, Phlp.in APr.5.9; ὁ ὀ. τύπος Id.in APo.1.13, in de An.227.15.
2 Subst., ὀ., ὁ, a sharp-snouted Egyptian fish, [Hes.] ap.Ath.3.116b, Str.17.2.4, Ael.NA10.46, Ath.7.312b.

German (Pape)

mit spitzer Schnauze; Ath. VII.312a nennt einen Nilfisch ὀξύρυγχος; andere Fische, Epicharm. ibd. 304, 319. Vgl. auch ὀξυόρυγχος.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύρρυγχος: ὁ (sc. ἰχθύς) осетр Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύρρυγχος: -ον, ὁ ἔχων ὀξὺ ῥύγχος, ἐπίθ. εἴδους ἰχθύων, κοινῶς «μερσίνι» καὶ «ξυρύχι» ἢ «σιρίφι», Αἰλ. π. Ζ. 10. 46, Ἀθήν. 312Α, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σελ. 85 καὶ 88: ― ὁ εἰς ὀξὺ ἀπολήγων, ῥαφίδες Ἐπιχ. Ἀποσπ. 40 Ahr.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὀξύρρυγχος, -ον)
1. αυτός που έχει οξύ ρύγχος
2. μτφ. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερός
3. το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρυγχος
ζωολ. γενική λόγια ονομασία δύο γενών χονδρόστεων ιχθύων που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια acipenseridae, παράγουν το μαύρο χαβιάρι και είναι γνωστοί σήμερα ως ακιπήσιοι, μουρούνες, στουριόνια ή ξυρίχια
μσν.-αρχ.
φρ. «οξύρρυγχος χαρακτήρ» — γραφή με πολύ λεπτά γράμματα που γράφεται με αιχμηρή γραφίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + ῥύγχος (πρβλ, μακρό-ρρυγχος, πλατύ-ρρυγχος). Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. oxyrhynchous].