ἀντακαῖος
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ὁ, a sort of
A sturgeon, Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA14.23.
2 Adj., τάριχος ἀν καῖον Antiph.186.
Spanish (DGE)
-ον
1 de esturión τάριχος Antiph.186.
2 subst. τὸ ἀ. caviar, PSI 535.35 (III a.C.), PLond.2141.11 (III a.C.). < ἀντακαῖος ἀντακάς· > ἀντακαῖος, -ου, ὁ
esturión Hdt.4.53, Lync.1.9, Ael.NA 14.23, Hsch.
German (Pape)
[Seite 243] ὁ, eine Störart, Her. 4, 53; τάριχος ἀντακαῖον, Kaviar, Antiphan. Ath. III, 118 d.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte d'esturgeon, poisson.
Étymologie: DELG prob. emprunt.
Russian (Dvoretsky)
ἀντακαῖος: ὁ антакей (рыба из семейства осетровых) Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντακαῖος: ὁ, εἶδος μεγάλου ἰχθύος διαιτωμένου κυρίως ἐν ποταμοῖς, ὡς ἐν τῷ Βορισθένει καὶ τῷ Ἴστρῳ, πιθαν. ὁ ὀξύρρυγχος, κοιν. «μουροῦνα», Λυγκ. ἐν «Κενταύρῳ» 1. 9, Αἰλ. π. Ζ.14. 23. 2) ὡς ἐπίθ., τάριχος ἀντακαῖον, «χαβιάρι», Ἀντιφάν. ἐν «Παρασίτῳ» 3.
Greek Monolingual
ἀντακαῖος, ο (Α)
1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας
2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῖον» — το χαβιάρι.
Greek Monotonic
ἀντᾰκαῖος: ὁ, είδος ψαριού, «μουρούνα», ξιφίας, σε Ηρόδ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: a kind of sturgeon (Hdt.); also adj. (Antiph.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Probably an adapted foreign word, cf. Hdt. 4, 53: κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι (the fish is found in the Borysthenes = Dniepr).
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
a sort of sturgeon, Hdt.
Frisk Etymology German
ἀντακαῖος: {antakaĩos}
Grammar: m.
Meaning: Art Stör (Hdt., Lynk., Ael.),
Derivative: auch adjektivisch (appositiv) gebraucht (Antiph.).
Etymology: Etymologie unbekannt, wahrscheinlich zurechtgelegtes Fremdwort, vgl. Hdt. 4, 53: κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι (scil. οἱ Βορυσθενεϊ̃ται).
Page 1,113