αντηλιά

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η αντήλιος
1. η ανάκλαση των ηλιακών ακτινών από στιλπνή επιφάνεια, τοίχο ή από το έδαφος
2. τόπος που τον χτυπά ο ήλιος.