αντιμάμαλο
Greek Monolingual
το
1. παλινδρομικό κύμα, ελαφρός κυματισμός της θάλασσας από χτύπημα του κύματος σε βραχώδη ακτή ή από πέρασμα πλοίου
2. θαλασσοταραχή
3. δυσκολία, ταλαιπωρία.
το
1. παλινδρομικό κύμα, ελαφρός κυματισμός της θάλασσας από χτύπημα του κύματος σε βραχώδη ακτή ή από πέρασμα πλοίου
2. θαλασσοταραχή
3. δυσκολία, ταλαιπωρία.