άντε

Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

επιφών.
1. (παρακελευσματικό)
άιντε
2. (ειρωνικά ή περιφρονητικά) «άντε!», «καλέ άντε» ή «καλέ άντες»!
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άντε κατά συγκοπή του άιντε].