άντε

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek Monolingual

επιφών.
1. (παρακελευσματικό)
άιντε
2. (ειρωνικά ή περιφρονητικά) «άντε!», «καλέ άντε» ή «καλέ άντες»!
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. άντε κατά συγκοπή του άιντε].