ἀντιφίλησις

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A return of affection, Arist.EN1155b28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφίλησις: -εως, ἡ, τὸ ἀντιφιλεῖν, ἀνταπόδοσις φιλίας, ἐπὶ μὲν τῇ τῶν ἀψύχων φιλήσει οὐ λέγεται φιλία· οὐ γάρ ἐστιν ἀντιφίλησις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 2, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
affection en retour.
Étymologie: ἀντιφιλέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
devolución de cariño Arist.EN 1155b28.

Greek Monolingual

ἀντιφίλησις, η (Α)
ανταπόδοση αγάπης, στοργής.