ἀντιφίλησις
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
-εως, ἡ, return of affection, Arist.EN1155b28.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
devolución de cariño Arist.EN 1155b28.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
affection en retour.
Étymologie: ἀντιφιλέω.
German (Pape)
ἡ, Gegenliebe, Arist. Eth. 8.2.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιφίλησις: εως ἡ ответная любовь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιφίλησις: -εως, ἡ, τὸ ἀντιφιλεῖν, ἀνταπόδοσις φιλίας, ἐπὶ μὲν τῇ τῶν ἀψύχων φιλήσει οὐ λέγεται φιλία· οὐ γάρ ἐστιν ἀντιφίλησις Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 2, 3.
Greek Monolingual
ἀντιφίλησις, η (Α)
ανταπόδοση αγάπης, στοργής.
Greek Monotonic
ἀντιφίλησις: -εως, ἡ, ανταπόδοση τρυφερότητας ή αφοσίωσης, σε Αριστ.