ἀπείλημα

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = ἀπειλή, S.OC660(pl.).

German (Pape)

[Seite 283] τό, dasselbe, Soph. O. C. 666.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείλημα: -ατος, τὸ, = ἀπειλή, κατὰ πληθ., Σοφ. Ο. Κ. 660, Νικήτ. Χων. 281.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
menace.
Étymologie: ἀπειλέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό amenaza S.OC 660.

Greek Monolingual

ἀπείλημα, το (Α)
απειλή, φοβέρα.