απαραβίαστος
Greek Monolingual
-η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν έχει ή δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να παραβιάσει κανείς («το χρηματοκιβώτιο βρέθηκε απαραβίαστο»
«το απαραβίαστο των επιστολών»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + παραβιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].