παραβιάζω

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

ΝΑ
κάνω κάτι χρησιμοποιώντας βία, εισχωρώ κάπου με την βία ή ανοίγω κάτι χρησιμοποιώντας βίαια μέσα
νεοελλ.
1. παραβαίνω νόμο, αθετώ συμφωνία
2. αναγκάζω κάποιον να βιαστεί πολύ, να ενεργήσει γρήγορα, να επισπεύσει κάτι
3. κάνω κάτι εσπευσμένως
4. μεσ. παραβιάζομαι
βιάζομαι υπερβολικά, ενεργώ με μεγαλύτερη ταχύτητα από όσο πρέπει («μην παραβιάζεσαι γιατί θα σκοντάψεις»)
5. φρ. «παραβιάζω ανοικτές πόρτες» — πετυχαίνω κάτι εξαιρετικά εύκολο
αρχ.
μέσ. α) μεταχειρίζομαι βία («παραβιάζεσθαι περὶ τῶν τοιούτων», Πολ.)
β) ενεργώ αντίθετα με τον νόμο και την φύση, πράττω κάτι που αντιβαίνει στην φυσική και νομική τάξη
γ) εξαναγκάζω κάποιον
δ) κυριεύω, κατακτώ κάτι με βίαιο τρόπο
ε) (σχετικά με επιχειρήματα και λόγους) διαστρέφω, διαστρεβλώνω
στ) υποστηρίζω κάτι χωρίς να πρέπει.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-βιάζω, meestal med. geweld gebruiken, met acc. geweld aandoen; overdr.:; γνώμας π. de strekking van de voorstellen geweld aandoen Plut. Lyc. 6.7; (ergens op) aandringen bij. παρεβιάσατο ἡμᾶς zij drong er bij ons op aan (dat we bleven) NT Act. Ap. 16.15.