χρηματοκιβώτιο

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

το, Ν
θωρακισμένο ερμάριο ασφαλείας για τη φύλαξη και την προστασία χρημάτων και άλλων κινητών αξιών, καθώς και πολύτιμων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + κιβώτιο. Η λ., στον λόγιο τ. χρηματοκιβώτιον, μαρτυρείται από το 1868 στον Δ. Κ. Παπαρρηγόπουλο].