απήγανος

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο κ. απήγανο, το
1. είδος φαρμακευτικού και αρτυματικού φυτού, η Ρούτα η βαρύοσμος
2. φρ. (ως απευχή) «ξορκισμένος με τον απήγανο» — μακριά από εδώ!
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. ουσ.) πήγανον. Το α- (προθετ.) ή παρετυμολογικά η πρόθ. από].