ο κ. απήγανο, το1. είδος φαρμακευτικού και αρτυματικού φυτού, η Ρούτα η βαρύοσμος2. φρ. (ως απευχή) «ξορκισμένος με τον απήγανο» — μακριά από εδώ![ΕΤΥΜΟΛ. < (αρχ. ουσ.) πήγανον. Το α- (προθετ.) ή παρετυμολογικά η πρόθ. από].