βαρύοσμος
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
βαρύοσμον,
A = βαρύοδμος, of oppressive smell, with an unpleasant odour, Arist.Mir. 831b24, Sor.2.29: Comp., Dsc.3.121.
II metaph., 'in bad odour', PSI2.158.25.
Spanish (DGE)
(βᾰρύοσμος) -ον
1 de olor fuerte, de olor penetrante τὸ ἀπὸ τῆς πύξου μέλι Arist.Mir.831b25, πολιόν Nic.Th.64, cf. Dsc.3.110, κόνυξα Dsc.3.121, Sor.112.10, Gp.18.2.4.
2 de pers. maloliente anón. astrol. en PSI 158.25 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 434] = βαρύοδμος, Arist. Mir. Ausc. 17.
Russian (Dvoretsky)
βαρύοσμος: сильно пахнущий (μέλι τὸ ἀπὸ τῆς πύξου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύοσμος: -ον, = βαρύοδμος, Ἀριστ. Θαυμ. 17.
Greek Monolingual
βαρύοσμος και βαρύοδμος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαριά, ενοχλητική μυρωδιά.
Translations
foul-smelling
Danish: ildelugtende; Dutch: kwalijkriekend, stinkend; German: faulig riechend, stinkend, übel riechend, übelriechend; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βαρύοσμος, βδελυρός, βδελυχρός, βρομῶδες, βρομώδης, βρυώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, γράσων, δυσαής, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande