απευχή

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

ἀπευχή, η (Α) απεύχομαι
ευχή να μη συμβεί κάτι δυσάρεστο.