ἀποθέω

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A run away, Hdt.8.56, X.Cyr.7.5.40.

German (Pape)

[Seite 303] (s. θέω), weglaufen, Her. 8, 56; Xen. Cyr. 7, 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἀποτρέχω, Ἡρόδ. 8. 56, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 40.

French (Bailly abrégé)

s’éloigner en courant.
Étymologie: ἀπό, θέω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. ἀποθεύσομαι Hdt.8.56]
huir ἱστία ἀείροντο ὡς ἀποθευσόμενοι Hdt.l.c., ᾤχοντο ἀποθέοντες X.Cyr.7.5.40.

Greek Monolingual

ἀποθέω (Α)
τρέχω μακριά, αποχωρώ τρέχοντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + θέω (Ι) «τρέχω»].