ἀπομεθίημι

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ψυχήν

   A give up the ghost, A.R.1.280 (tm.).

German (Pape)

[Seite 314] (s. ἵημι), entlassen; ψυχήν Ap. Rh. 1, 280, in tmesi, den Geist aufgeben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομεθίημι: ψυχήν, παραδίδω τὸ πνεῦμα, ἐκπνέω, αὐτίκ’ ἀπὸ ψυχὴν μεθέμεν Ἀπολλ. Ῥόδ. Α. 280, ἐν τμήσει.

Spanish (DGE)

dejar escapar ψυχήν A.R.1.280 (tm.).

Greek Monolingual

ἀπομεθίημι (Α)
φρ. «ἀπομεθίημι ψυχήν» — παραδίδω το πνεύμα, εκπνέω.