ἀπόνιπτρον

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τό,

   A water used for washing, dirty water, ἀ. ἐκχεῖν Ar. Ach.616.

German (Pape)

[Seite 317] τό, = ἀπόνιμμα, Ar. Ach. 591.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόνιπτρον: τό, τὸ ἐκ τῆς ἀπονίψεως ῥυπαρὸν ὕδωρ, «τὸ δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν καταπεσὸν ὑγρὸν ἀπόνιπτρον ἐκαλεῖτο, ἤγουν χειρῶν καὶ ποδῶν ἀπόνιμμα» Εὐστ. 1401, 7., 1867, 25· ὥσπερ ἀπόνιπτρον ἐκχέοντες ἑσπέρας Ἀριστοφ. Ἀχ. 616, ἴδε Πολυδ. Ζ΄, 40, Ἡσύχ. κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau pour se laver.
Étymologie: ἀπονίπτω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
agua sucia de haberse lavado, agua sucia ἀ. ἐκχεῖν Ar.Ach.616, cf. Phryn.165, Ath.409f.

Greek Monolingual

ἀπόνιπτρον, το (Α)
απόπλυμα, βρομόνερο.