ἀπόμνυμι κ. -ύω (Α) [[όμνυμι κ. -ύω]]1. ορκίζομαι ότι δεν θα κάνω κάτι2. αρνούμαι με όρκο3. (για τέκνα) αποκηρύσσω με όρκο4. ορκίζομαι5. (-ομαι) καταθέτω επίσημα.