αποκηρύσσω
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek Monolingual
(AM ἀποκηρύσσω, Α κ. -ττω)
1. απαρνούμαι, αποδοκιμάζω δημόσια
2. αρνούμαι την πατρότητα τέκνου, αποκληρώνω
3. εκκλ. αποκόπτω κάποιον από τη χριστιανική κοινότητα, τον αφορίζω
νεοελλ.
απαρνούμαι όσα δεχόμουν προηγουμένως
αρχ.
1. γνωστοποιώ δημόσια με κήρυκα
2. διαλαλώ με κήρυκα το εμπόρευμά μου
3. απαγορεύω με προκήρυξη
4. αποδιώκω, εξορίζω.