ἀποσκληρύνω

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A harden, Hp.Coac.515:—Pass., Arist.Mir.836b5, Thphr.CP3.16.2; ἀπεσκληρυμμένοι, gloss on ναρκώδεις, Erot.

German (Pape)

[Seite 325] dasselbe, Theophr.; ἀπεσκληρυμμένον στέρφος αἰγός Leon. Tar. 11 (VI, 298).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκληρύνω: ποιῶ τι σκληρόν, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 204: - Παθ., Ἀριστ. π. Θαυμ. 81. 3, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 16, 2.

Spanish (DGE)

medic. resecar los tejidos y de ahí endurecer αἱ τοιαῦται καθάρσιες ἀποσκληρύνουσιν Hp.Coac.515, cf. Gal.19.84
en v. med. endurecerse Arist.Mir.836b5, Thphr.CP 3.16.2, αἰγὸς στέρφος AP 6.298 (Leon.)
quedarse o ponerse rígido Erot.62.9.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἀποσκληρύνω, Α κ. -σκληρῶ, -όω)
καθιστώ κάτι σκληρό ή σκληρότερο από ό,τι ήταν.