endurecerse
From LSJ
Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht
Spanish > Greek
ἀποτραχύνω, ἐντυλόομαι, ἀποσκιρόομαι, ἐναποσκιρρόομαι, ἐνσκιρόομαι, ἀποστρακόομαι, ἀπολιθοῦμαι, ἐνσκιμβέω, ἀποσκέλλω, ἀποσκληρύνω