ἀπόχειρος

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A unprepared, Plb.22.14.8.

German (Pape)

[Seite 336] (χείρ), von der Hand weg, unvorbereitet, Pol. 23, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόχειρος: -ον, ἀπαράσκευος, Πολύβ. 23. 14, 8.

Spanish (DGE)

-ον
no preparado, desprovisto πρὸς ἔνια δὲ τῶν ἐπινοουμένων ἀπόχειρος ὢν ἐπεβάλετο Plb.22.14.8.

Greek Monolingual

ἀπόχειρος, -ον (Α)
απροετοίμαστος, ακατάρτιστος.