απροετοίμαστος
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί, ανέτοιμος
2. αυτός που γίνεται χωρίς προηγούμενη προετοιμασία
3. ο ψυχικά απροετοίμαστος, ο απροδιάθετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + προετοιμάζω. Η λ. μαρτυρείται στον Κ. Κριτοβουλίδη].