ἀπαράσκευος

English (LSJ)

ἀπαράσκευον, without preparation, unprepared, Antipho 5.18 (Sup.), Th.2.87; ἀπαράσκευόν τινα λαβεῖν X.Cyr.7.5.25; ἀ. ληφθῆναι D.40.30; ἀ. πρὸς τὸ μέλλον Plb.1.49.4: c. gen., unprovided with, τῶν ἐπιτηδείων J.BJ3.7.32; also of things, ἀπόστασις Th.3.13: Sup., X. an.1.1.6. Adv. ἀπαρασκεύως, ἔχειν, διακεῖσθαι, Plb.1.45.7, 14.10.7.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desguarnecido, desprovisto, desasistido en cuanto a las técnicas dialécticas ἀπαρασκεύῳ γνώμῃ Antipho Soph.B 3, πρῶτον μὲν ἀπαρασκευότατον γενέσθαι με que en primer lugar yo quedaba totalmente desarmado Antipho 5.18, ἦλθον ἀ. he venido sin preparar (una argumentación), Lys.3.33
de ejércitos que se ponen en acción mal provisto, mal equipado, improvisado, no preparado, incl. desarmado ἀπαρασκεύους ἐπειχθῆναι dar(nos) prisa sin tener hechos los preparativos Th.1.80, ἀ. ... εἰς τὸν πόλεμον καθίσταντο Th.1.99, cf. 82, 84, 3.4, ἀ. ἦμεν τὸ παράπαν πρὸς τὸ ἤδη ἀγωνίζεσθαι D.48.23, cf. 24.145
c. gen. desprovisto τῶν ἐπιτηδείων I.BI 3.312.
2 desprevenido esp. c. verb. de ‘estar’, ‘coger’ τυχεῖν Th.2.87, ἐὰν ἀ. ᾖ X.Mem.3.4.11, ἀπαράσκευον ... λαβεῖν τὸν ἄνδρα X.Cyr.7.5.25, cf. An.1.1.6, D.40.30, 38, 43.47, PCair.Zen.965 (III a.C.)
c. prep. y ac. πρὸς τὸ μέλλον Plb.1.49.4, πρὸς τὸ συμβαῖνον Plb.5.7.2, εἰς τὸ μέλλον Plb.Fr.151
c. verb. de acción descuidado ἕως ... ἔτι ἀπαράσκευοι θαρσοῦσι Th.5.9.
3 de cosas imprevisto ἡ ... ἀπόστασις ἡμῶν θᾶσσον γεγένηται καὶ ἀ. nuestra defección ha sido apresurada e imprevista Th.3.13.
II adv. ἀπαρασκεύως
1 con falta de preparación, improvisadamente, con falta de medios βοηθεῖν Plb.2.9.5, πρὸς πᾶσαν πολεμικὴν χρείαν ... ἀ. διακεῖσθαι Plb.4.75.5.
2 con falta de previsión οὐκ ἀργῶς οὐδ' ἀ. εἶχον Plb.1.45.7.

German (Pape)

[Seite 279] (παρασκευή), dasselbe, Thuc. 1, 99 u. Folgde, wie Lys. 2, 33 Dem. 24, 145; πρὸς τὸ μέλλον Pol. 1, 49; ἀπαρασκεύως ἔχειν 1, 45; διακεῖσθαι 14, 10. Auch ohne Aufwand, einfach.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non préparé, à l'improviste.
Étymologie: , παρασκευή.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράσκευος: Thuc., Xen., Dem., Plut. = ἀπαρασκεύαστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράσκευος: -ον, ὁ ἄνευ παρασκευῆς, ἑτοιμασίας, ἀνέτοιμος, Ἀντιφῶν 131. 28 (ὑπερθ.) Θουκ. 2. 87· ἀπαράσκευόν τινα λαβεῖν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 25· ἀπ. ληφθῆναι Δημ. 1017. 17· ἀπ. πρός τι Πολύβ. 1. 49, 4: ὡσαύτως ὲπὶ πραγμάτων, ἀπόστασις Θουκ. 3. 13. ― Ἐπίρρ. ἀπαρασκεύως ἔχειν, διακεῖσθαι Πολύβ. 1. 45, 7., 14. 20, 7.

Greek Monotonic

ἀπαράσκευος: -ον (παρασκευή), αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί, ανέτοιμος, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

παρασκευή
without preparation, unprepared, Thuc., Xen.

English (Woodhouse)

unprepared, off one's guard, taken by surprise, unawares

Translations

unprepared

Armenian: անպատրաստ; Bulgarian: неподготвен; Czech: nepřipravený; Danish: uforberedt; Dutch: onvoorbereid; Finnish: valmistautumaton; German: unvorbereitet; Gothic: 𐌿𐌽𐌼𐌰𐌽𐍅𐌿𐍃; Greek: απροετοίμαστος; Ancient Greek: ἀμελέτητος, ἀπαρασκεύαστος, ἀπαράσκευος, ἀπόχειρος, ἄσκευος, αὐτοκάβδαλος; Hungarian: felkészületlen; Irish: neamhullamh, anullamh; Latin: imparatus; Norwegian Bokmål: uforberedt; Polish: nieprzygotowany; Russian: неподготовленный, неготовый; Slovak: nepripravený; Ukrainian: непідготовлений