ἀργιβόειος

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ον,

   A with white kine, of Euboea, Poet. ap. Ael.NA12.36 (ἀργίβοιος Lobeck).

Greek (Liddell-Scott)

ἀργιβόειος: -ον, ὁ ἔχων λευκοὺς βοῦς, ποιητικὸν ἐπίθετον τῆς Εὐβοίας, ἔνθεν τοι καὶ ἀργιβόειον (καθ’ Ἑρχέριον ἀργίβοιον) ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν Αἰλ. π. Ζ. 12, 36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vaches blanches.
Étymologie: ἀργός¹, βοῦς.

Spanish (DGE)

(ἀργῐβόειος) -ον
de vacas blancas epít. de Eubea, poeta en Ael.NA 12.36.

Greek Monolingual

ἀργιβόειος, η (Α)
αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)].