τετραβόειος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
τετραβόειον, of four bull-hides, Call.Dian.53, Q.S.6.547.
German (Pape)
[Seite 1096] = τεσσαράβοιος; Callim. Dian. 52; Qu. Sm. 6, 547.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰβόειος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τεσσάρων βοείων δορῶν, ἐπὶ ἀσπίδος, τετρ. σάκος Καλλ. εἰς Ἀρτ. 53, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 547.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα βοδιού («σάκει ἴσα τετραβοείων», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόειος (< βοῦς), πρβλ. πολυβόειος.