ἀρηνοβοσκός

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ὁ,

   A shepherd, Paus.Gr.Fr.69, dub. in S.Fr.655.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρηνοβοσκός: ὁ, = προβατοβοσκός, «ἀρηνοβοσκὸς ὁ προβατοβοσκὸς κατὰ Παυσανίαν, ἐκ μέρους δηλαδὴ» Εὐστ. Ἰλ. 799. 35.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ pastor Paus.Gr.α 148, Hsch., v. ῥηνοβοσκός

Greek Monolingual

ἀρηνοβοσκός, ο (Α)
αυτός που βόσκει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρήν «πρόβατο» + βοσκός.