ἀρθρωδία

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ἡ, a particular kind of

   A articulation, where the surfaces are only slightly concave and convex, ib.736.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθρωδία: ἡ, ἰδιαίτερον εἶδος ἀρθρώσεως, καθ’ ἥν αἱ ἐπιφάνειαι εἶναι μόνον ὀλίγον κυρταὶ καὶ κοῖλαι, Γαλην. 2. 736.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
articulación tipo de διάρθρωσις al igual que ἐνάρθρωσις y γίγγλυμος Gal.2.735, e.e. aquélla con superficies ligeramente cóncavas y convexas, Gal.2.736.

Greek Monolingual

η (Α ἀρθρωδία) αρθρώδης
άρθρωση η οποία χαρακτηρίζεται από επίπεδες αρθρικές επιφάνειες και πολύ περιορισμένης έκτασης κινήσεις ολίσθησης προς όλες τις διευθύνσεις (π.χ. η ακρώμια κλειδική άρθρωση).