-η, -ο1. ο αναρίθμητος2. αυτός που δεν έχει ακόμη αριθμηθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αριθμητός, αποκτώντας στερητική σημ. με τον αναβιβασμό του τόνου, ή < αριθμώ, κατά το σχήμα αγγίζω-άγγιχτος].