αριθμητός

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀριθμητός, -ή, -όν και δωρ. τ. ἀριθματός) αριθμώ
αυτός που είναι δυνατόν να αριθμηθεί, να υπολογιστεί.