αρός

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. φυσικός ή τεχνητός λάκκος σε πέτρα, όπου συγκεντρώνεται θαλασσινό ή βρόχινο νερό
2. η ποσότητα νερού που συγκεντρώνεται στον λάκκο
3. το αλάτι που απομένει μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού.