αργυροπράτης
Greek Monolingual
ἀργυροπράτης, ο (AM)
ο αργυραμοιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πράτης < θ. πρα- του ρ. πέρνημι «ανθρωποεμπορεύομαι, πουλώ»].
ἀργυροπράτης, ο (AM)
ο αργυραμοιβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + πράτης < θ. πρα- του ρ. πέρνημι «ανθρωποεμπορεύομαι, πουλώ»].