ἀρυτήρ

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

[ᾰ], ῆρος, ὁ, (ἀρύω)

   A ladle or cup, Dsc.2.74.    2 perh. irrigation, ἐμίσθωσεν . . εἰς τὸν ἀρυτῆρα τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους τὰς ἀρού[ρας . . PLond.ined.2210 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 364] ῆρος, ὁ, ein Gefäß zum Schöpfen, Löffel, Kelle, Sp. Auch ein bestimmtes Maaß für flüssige Dinge, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρῠτήρ: ῆρος, ὁ, (ἀρύω) κύαθος, ἢ εἶδος κυκήθρου, «κουτάλας», βαλὼν εἰς κρατῆρα πλατύστομον, καὶ ἐπιχέας ὕδωρ, ἀνάχει, ἀρυτῆρι ταράσσων ῥαγδαίως Διοσκ. 2. 84.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
1 cazo ἐπιχέας ὕδωρ ἀνάχει ἀρυτῆρι ῥαγδαίως Dsc.2.74.
2 prob. riego ἐμίσθωσεν ... εἰς τὸν ἀρυτῆρα τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους τὰς ἀρούρας ... PLond.inéd.2210 (I a.C.).

Greek Monolingual

ἀρυτήρ (-ῆρος), ο (Α) αρύω
η κουτάλα.