αρχοντοπιάνομαι

Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. προσπαθώ να φαίνομαι αρχοντάνθρωπος ή πλούσιος ενώ δεν είμαι
2. επιδιώκω σχέσεις με την ανώτερη τάξη
3. συμπεριφέρομαι αλαζονικά.