κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
(AM ἐπιδιώκω)νεοελλ.προσπαθώ με επιμονή να επιτύχω κάτι, επιζητώαρχ.-μσν.καταδιώκωαρχ.1. κινώ νέα αγωγή2. διηγούμαι, απαγγέλλω στη συνέχεια.